- πάθησις
- πᾰθ-ησις, εως, ἡ,A passivity, opp. ποίησις, Arist.Ph.202a23, de An.426a9, Plot. 6.1.20.II morbid affection, disease,
ὄψεων παθήσεις Antig.Mir. 171
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄψεων παθήσεις Antig.Mir. 171
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάθησις — passivity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθήσει — πάθησις passivity fem nom/voc/acc dual (attic epic) παθήσεϊ , πάθησις passivity fem dat sg (epic) πάθησις passivity fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθήσεις — πάθησις passivity fem nom/voc pl (attic epic) πάθησις passivity fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθησι — πάθησις passivity fem voc sg πάσχω have aor subj mp 2nd sg (epic) πάσχω have aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθησιν — πάθησις passivity fem acc sg πάσχω have aor subj mp 2nd sg (epic) πάσχω have aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθηση — η (ΑΜ πάθησις) [πάσχω] βλάβη στον οργανισμό και καταστροφή τής υγείας και τής ισορροπίας του, η κατάσταση τού πάσχοντος, νόσος, ασθένεια, οργανική βλάβη («πάθηση τών νεφρών») νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται ως στατική, η… … Dictionary of Greek
παθήσεως — παθήσεω̆ς , πάθησις passivity fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)